επάρχειος

επάρχειος
ἐπάρχειος και ἐπάρχιος (χώρα), η (Α)
η επαρχία, το διαμέρισμα που διοικείται από τον έπαρχο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”